- κυφότης
- κῡφ-ότης, ητος, ἡ,A a being bent or humpbacked, Hld.6.11.II rotundity, Ath.11.482e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυφότης — a being bent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητα — κυφότης a being bent fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητι — κυφότης a being bent fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητος — κυφότης a being bent fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητα — η (AM κυφότης, ητος) [κυφός] 1. η ιδιότητα τού κυφού 2. ιατρ. η ραχιτική παραμόρφωση, η κύφωση τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα (μσν. αρχ.) η στρογγυλότητα («ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον», Αθήν.) … Dictionary of Greek